- χρεάρπαξ
- -άγος, ὁ, Ααυτός που αρπάζει τις χρηματικές οφειλές.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + ἅρπαξ (πρβλ. ὑδρ-άρπαξ, φιλ-άρπαξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρεάρπαγας — χρεάρπαξ one who grasps at money masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… … Dictionary of Greek